- ἁψίμαχος
- ἁψίμαχοςprovocativelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁψιμάχως — ἁψίμαχος provocatively adverbial ἁψίμαχος provocatively masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁψίμαχον — ἁψίμαχος provocatively masc/fem acc sg ἁψίμαχος provocatively neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁψιμάχων — ἁψίμαχος provocatively masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψύς — ιά, ύ και αψός, ή, ό (Μ ἁψύς, εῑα, ύ) Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος 2. (για τον έρωτα) φλογερός 3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής μσν. νεοελλ. 1. γρήγορος 2. αυθάδης, θρασύς νεοελλ. 1. οξύς, δριμύς (στη γεύση) 2. ζωηρός, δραστήριος 3. πολύ ζεστός … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek